-
1 переборка
1. (вид ремонта) η επιθεώρηση, η επισκευή με εξάρμωση 2. (перегородка) το διάφραγμα, η φρακτή, разг. το χώρισμαвнутренние - и танков мор. τα εσωτερικά τοιχώματα των δεξαμενώνводонепроницаемая - υδατοστεγανό/υδατοστεγές -3. (πο-лигр.) η επανατοποθέτηση, η ανασύνθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переборка